κολοκυθόσπορος

κολοκυθόσπορος
ο
1) семя тыквы;

2) πλ. (οί κολοκυθόσποροι) — семена тыквы;

3) πλ. (τα κολοκυθόσπορα) — тыквенные семечки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολοκυθόσπορος" в других словарях:

  • κολοκυθόσπορος — ο 1. ο σπόρος τού καρπού τού φυτού κολοκυθιά 2. ο πασατέμπος …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθόσπορος — ο τα σπέρματα του καρπού της κολοκυθιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασατέμπος — ο (λ. ιταλ.), κολοκυθόσπορος, αλλιώς σπόρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόρια — τα 1. γενικά οι σπόροι: Κράτησε σπόρια από καρπούζι, για να τα σπείρει την επόμενη χρονιά. 2. κολοκυθόσπορος ή ηλιόσπορος καβουρντισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»